γαλακτοκομικός

γαλακτοκομικός
-ή, -ό
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη γαλακτοκομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γαλακτοκομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη γαλακτοκομία: Γαλακτοκομικές μονάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”